ανάρμεχτος

ανάρμεχτος
-η, -ο
βλ. ανάρμεγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάμελκτος — ον (Μ ἀνάμελκτος) αυτός που δεν τόν άρμεξαν, ανάρμεχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀμελκτός < ἀμέλγω] …   Dictionary of Greek

  • ανάρμεγος — και ανάρμεχτος, η, ο 1. (για Θηλαστικά) αυτός που δεν έχει αρμεχτεί 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έγινε αντικείμενο χρηματικής εκμετάλλευσης …   Dictionary of Greek

  • ανήμελκτος — ἀνήμελκτος, ον (Α) [αμέλγω] μη αρμεγμένος, ανάρμεχτος …   Dictionary of Greek

  • ανάρμεγος — ανάρμεγος, η, ο και ανάρμεχτος, η, ο αυτός που δεν αρμέχτηκε: Είχα αφήσει τις προβατίνες ανάρμεχτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”